- αρτιφανής
- ἀρτιφανής, -ές (Μ)αυτός που εμφανίστηκε μόλις τώρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρτιφανής — just seen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιφανῆ — ἀρτιφανής just seen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρτιφανής just seen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀρτιφανής just seen masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιφανεῖ — ἀρτιφανής just seen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀρτιφανής just seen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιφανεῖς — ἀρτιφανής just seen masc/fem acc pl ἀρτιφανής just seen masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιφανές — ἀρτιφανής just seen masc/fem voc sg ἀρτιφανής just seen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιφανοῦς — ἀρτιφανής just seen masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek
αφανής — ές (AM ἀφανής, ές) 1. αυτός που δεν είναι ορατός, που δεν φαίνεται, ο αθέατος 2. άσημος, μη ένδοξος, μη φημισμένος αρχ. 1. (για στρατιώτες) αυτός του οποίου το πτώμα δεν βρέθηκε μετά τη μάχη 2. αόρατος, κρυμμένος, ακατάληπτος, μυστικός 3.… … Dictionary of Greek